- εκφύσηση
- η (Α ἐκφύσησις)η ενέργεια τού εκφυσώ, ξεφύσημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφυσήσῃ — ἐκφυσήσηι , ἐκφύσησις emission of breath fem dat sg (epic) ἐκφυσάω blow out aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐκφυσάω blow out aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐκφυσάω blow out fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐκφῡσήσῃ , ἐκφυσάω blow out aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
εκπνευμάτωσις — ἐκπνευμάτωσις, η (Α) 1. μεταβολή σε πνεύμα, αέρα ή άνεμο 2. εκφύσηση … Dictionary of Greek
εκφύσημα — το (Α ἐκφύσημα) νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση 2. ιατρ. φλύκταινα αρχ. 1. έκρηξη ηφαιστείου 2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek